Powered By Blogger

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Το απρόβλεπτο τέλος.

Αν αύριο έφευγα θα ήθελα να κλείσω τα ανοιχτά παράθυρα και να βγώ από την πόρτα σαν κύριος.
Θα ξυπνούσα το πρωί και θα έπλενα το προσωπό μου για να με δω απέναντι στον καθρεύτη ''καθαρό'', θα ήταν το υπόλοιπο της ζωής μου και θα έπρεπε να κάνω ότι αγαπάω, ότι θα με γέμιζε, ότι θα με έκανε να νιώσω ''εγώ''. Θα ντυνόμουν με τα καλά μου  χωρίς να με αγγίξει η κριτική των γύρω μου καθώς θα με έβλεπαν  με το μαύρο μου κουστούμι στις δέκα η ώρα το πρωί. Θα περνούσα από το περίπτερο για να αγοράσω την εφημερίδα μου και τον αργό θάνατο που είσπνεα καθημερινά, οι καταχρήσεις σου δίνουν την γλύκα της ζωής και το απαγορευμένο είναι εκείνο που ποθείς πιο πολύ. Έπειτα θα περνούσα από την δουλειά να τους αποχαιρετήσω όλους, καλούς, κακούς μα και τους αντιπαθητικούς γιατί  κάποιες λέξεις μας χώρισαν αλλά μας ένωσε η ζωή στο ίδιο σταυροδόμι, τίποτα δεν κέρδισα που είχα εχθρούς, έγινα καλύτερος από τους φίλους, θα έδινα το πόστο μου στην εταιρία στον γυαλάκια του τελευταίου γραφείου γιατί ήταν εκείνος που δούλευε περισσότερο, μιλούσε λιγότερο αλλά κανείς δεν το εκτίμησε και τις μετοχές μου θα τις δώριζα σε ιδρύματα μικρών παιδιών, εκεί που στεγάζεται το μέλλον αυτού του κόσμου, εκεί θα έπρεπε να επενδύσουμε όλοι μας, να βοηθήσουμε να πραγματοποιηθούν όλα αυτά τα όνειρα, τα οράματα, οι απλές και αγνές σκέψεις.
Θα έβγαινα από το γραφείο ανακουφισμένος με το τσιγάρο να καίει τα χείλη μου,  θα άνοιγα το κινητό και θα καλούσα όλους εκείνους που είχα κάνει κακό, εσκεμμένα ή μη, μια συγνώμη δεν θα αρκούσε αλλά θα είχα κατανοήσει το σφάλμα μου και θα είχα κάνει αυτό που αισθανόμουν εκείνη την στιγμή.
Μια μεγάλη ανάσα και θα ήμουν έτοιμος για την συνέχεια του υπόλοιπου της ζωής μου, θα έπερνα τον έρωτα μου τηλέφωνο να την προσκαλέσω για μία βόλτα διαφορετική από όλες τις υπόλοιπες φορές, θα συναντιόμασταν στο πάρκο και θα το διασχίζαμε τρώγοντας μαλί της γριάς που ήταν το αγαπημένο μας, στο τέλος της διαδρομής θα ξαπλώναμε στο χορτάρι, θα κοιτούσαμε τον ουρανό, θα ταξίδευε ο νούς και  η ψυχή θα είχε απελευθερωθεί από τα ''δεινά'' που την δένουν,  κάπως έτσι το απόγευμα θα είχε περάσει και θα ερχόταν το βράδυ.
Το βράδυ, το σπίτι θα ήταν λουσμένο με φίλους, καλούς φίλους, εκλεκτούς, εκείνους που σε διαλέγουν και τους διαλέγεις, όχι εκείνους που σε προσελκύουν γιατί φαίνεσαι κάποιος, αλλά γιατί είσαι αυτός που είσαι, και όχι εκείνους που έχεις δίπλα σου για το συμφέρον σου αλλά εκείνους που γεμίζουν την ζωή σου. Θα κυλούσε όμορφα η βραδιά, ήρεμα, θα ένιωθα εκείνη την αγάπη για την οποία αξίζει κάποιος να ζει, αξίζει κάποιος να αποζητήσει την αιωνιότητα, αξίζει κάποιος να πει πως έζησε.
Τα μεσάνυχτα τα πράγματα θα έπαιρναν σε μεγάλο βαθμό την τροπή που μου είχαν περιγράψει οι γιατροί, απο μόνο του το σώμα θα άρχισε να τρέμει, ο βήχας θα είχε μια προτόγνωρη ένταση,  θα προσπαθούσα  να σηκωθώ απο το κρεβάτι, μάταια, το χέρι θα άπλωνα για να καλέσω σε βοήθεια αλλά θα ήταν αδύνατο να υπακούσει.

Να που η μέρα που φεύγω είναι η σημερινή, τα μάτια μου καρφωμένα στον ουρανό, αποζητώντας την ύστατη στιγμή την ελευθερία που δεν αντίκρυσε η ψυχή, μπορεί να μην φεύγω πλούσιος σε υλικά αγαθά αλλά η καρδιά μου γέμισε αγάπη, το μυαλό εικόνες και η ψυχή εμπειρίες.

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Το αληθινό ''πνεύμα''.

Τι και αν έψαξα στην άββυσο της ψυχής σου εκεί που οι σκέψεις χουρνιάζουν απαλά την δυναμή τους.
Τι και αν αναζήτησα νέες πατρίδες, σε καινούργιες σελίδες, δεν γύρισες πίσω εσύ, αξέχαστη χριστουγεννιάτικη γιορτή.
Το μυαλό δεν κινήθηκε σε ήρεμα τοπία, είχε την δική του θεωρία, έψαξε, αναζήτησε, λαχτάρησε, μα νικήθηκε από την καρδιά. Από μια δύναμη παλιά.
Όπως μεγάλωνα έβλεπα λαμπιόνια να ανάβουν και να σβήνουν, να καίνε μα να υπομένουν.
Ζήτησα δυο χέρια να με αγγίζουν, να τα φροντίζω, στην αγκαλιά μου να κλείνουν.
Δεν έπαψα μα ούτε και  θα πάψω να ελπίζω,
σε κάτι καλύτερο, σε κάτι πιο δυνατό.
Σε αυτό το ''κάτι'' που θα είναι αληθινό!